- ελικοειδής, -ής -ές
- ελικοειδής, -ής, -ές γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή1. που έχει σχήμα έλικα, που μοιάζει με έλικα: Ελικοειδής γραμμή.2. που ελίσσεται με σπειροειδή τρόπο: Ελικοειδής δρόμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.